- δακρυτός
- δακρῡτός, όν (ή, όν J.AJ4.8.48),A wept over, tearful,
ἐλπίς A.Ch. 236
;μόρος AP7.495
(Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. [comp] Sup. δακρυώτατος, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλπίς A.Ch. 236
;μόρος AP7.495
(Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. [comp] Sup. δακρυώτατος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακρυτός — δακρυτός, ή, όν και δακρυτός, όν (Α) [δακρύω] εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς … Dictionary of Greek
δακρυτός — δακρῡτός , δακρυτός wept over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
δακρύτ' — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl δακρῡτέ , δακρυτός wept over masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] … Dictionary of Greek
φιλοδάκρυτος — ον, ΜΑ φιλόδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυτός (< δακρύω)] … Dictionary of Greek
δακρυτά — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)